βρομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρομίζω < μεσαιωνική ελληνική βρομίζω → δείτε τη λέξη βρομώ για την ετυμολογία και την ορθογραφία
Ρήμα
επεξεργασίαβρομίζω (παθητική φωνή: βρομίζομαι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βρομώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βρομίζω | βρόμιζα | θα βρομίζω | να βρομίζω | βρομίζοντας | |
β' ενικ. | βρομίζεις | βρόμιζες | θα βρομίζεις | να βρομίζεις | βρόμιζε | |
γ' ενικ. | βρομίζει | βρόμιζε | θα βρομίζει | να βρομίζει | ||
α' πληθ. | βρομίζουμε | βρομίζαμε | θα βρομίζουμε | να βρομίζουμε | ||
β' πληθ. | βρομίζετε | βρομίζατε | θα βρομίζετε | να βρομίζετε | βρομίζετε | |
γ' πληθ. | βρομίζουν(ε) | βρόμιζαν βρομίζαν(ε) |
θα βρομίζουν(ε) | να βρομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βρόμισα | θα βρομίσω | να βρομίσω | βρομίσει | ||
β' ενικ. | βρόμισες | θα βρομίσεις | να βρομίσεις | βρόμισε | ||
γ' ενικ. | βρόμισε | θα βρομίσει | να βρομίσει | |||
α' πληθ. | βρομίσαμε | θα βρομίσουμε | να βρομίσουμε | |||
β' πληθ. | βρομίσατε | θα βρομίσετε | να βρομίσετε | βρομίστε | ||
γ' πληθ. | βρόμισαν βρομίσαν(ε) |
θα βρομίσουν(ε) | να βρομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βρομίσει | είχα βρομίσει | θα έχω βρομίσει | να έχω βρομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βρομίσει | είχες βρομίσει | θα έχεις βρομίσει | να έχεις βρομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βρομίσει | είχε βρομίσει | θα έχει βρομίσει | να έχει βρομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βρομίσει | είχαμε βρομίσει | θα έχουμε βρομίσει | να έχουμε βρομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βρομίσει | είχατε βρομίσει | θα έχετε βρομίσει | να έχετε βρομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βρομίσει | είχαν βρομίσει | θα έχουν βρομίσει | να έχουν βρομίσει |
|
- Παθητική φωνή (σπάνια) → λείπει η κλίση