Ετυμολογία

επεξεργασία
βρομίζω < μεσαιωνική ελληνική βρομίζω → δείτε τη λέξη βρομώ για την ετυμολογία και την ορθογραφία

βρομίζω (παθητική φωνή: βρομίζομαι)

  1. (μεταβατικό) λερώνω, κάνω κάτι βρόμικο
  2. (αμετάβατο) λερώνομαι, γίνομαι βρόμικος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία