Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρόμικο τα βρόμικα
      γενική του βρόμικου των βρόμικων
    αιτιατική το βρόμικο τα βρόμικα
     κλητική βρόμικο βρόμικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρόμικο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρόμικο ουδέτερο

  1. (οικείο) χορταστικό σάντουιτς από καντίνα στο δρόμο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βρόμικο