καντίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντίνα | οι | καντίνες |
γενική | της | καντίνας | των | καντινών |
αιτιατική | την | καντίνα | τις | καντίνες |
κλητική | καντίνα | καντίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- καντίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cantina
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντίνα θηλυκό
- μικρό πρατήριο με τρόφιμα, πχ ένα κυλικείο κτηρίου, σχολείου κλπ
- αυτοκίνητο, ειδικά διαρρυθμισμένο, που σταθμεύει σε εθνικές οδούς και πουλάει τρόφιμα και αναψυκτικά
- μικρό κατάστημα με είδη καθημερινής χρήσης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- καντίνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- καντίνα < (άμεσο δάνειο) τουρκική kadın (γυναίκα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντίνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- καντινάκι: υποκοριστικό του καντίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014