πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρατήριο τα πρατήρια
      γενική του πρατήριου
& πρατηρίου
των πρατήριων
& πρατηρίων
    αιτιατική το πρατήριο τα πρατήρια
     κλητική πρατήριο πρατήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πρατήριο < αρχαία ελληνική πρατήριον < πρατήρ (=πωλητής)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρατήριο ουδέτερο

  1. κατάστημα πώλησης ορισμένου είδους εμπορεύματος
    πρατήριο υγρών καυσίμων
  2. κατάστημα πώλησης που εξυπηρετεί μόνο μια ειδική ομάδα ατόμων ή έχει ειδικές τιμές για αυτήν την ομάδα
    πρατήριο Αεροπορίας, Ναυτικού, Στρατού

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία