Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροπρατήριο τα αλευροπρατήρια
      γενική του αλευροπρατήριου
αλευροπρατηρίου
των αλευροπρατήριων
αλευροπρατηρίων
    αιτιατική το αλευροπρατήριο τα αλευροπρατήρια
     κλητική αλευροπρατήριο αλευροπρατήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροπρατήριο < αλεύρι + πρατήριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροπρατήριο ουδέτερο

  1. πρατήριο αλεύρων απ' όπου πραγματοποιείται η χονδρεμπορική διακίνηση - αλευροδιανομή, των προϊόντων των αλευροβιομηχανιών, προς επαγγελματίες καταναλωτές {π.χ. αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, κ.λπ.} σε μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια, ή πόλη.
    τα αλευροπρατήρια είναι ή ιδιόκτητα των αλευροβιομηχανιών, ή συμβεβλημένα με αυτές λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι διακινητές

  Μεταφράσεις επεξεργασία