αλευροπρατήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλευροπρατήριο | τα | αλευροπρατήρια |
γενική | του | αλευροπρατήριου & αλευροπρατηρίου |
των | αλευροπρατήριων & αλευροπρατηρίων |
αιτιατική | το | αλευροπρατήριο | τα | αλευροπρατήρια |
κλητική | αλευροπρατήριο | αλευροπρατήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλευροπρατήριο ουδέτερο
- πρατήριο αλεύρων απ' όπου πραγματοποιείται η χονδρεμπορική διακίνηση - αλευροδιανομή, των προϊόντων των αλευροβιομηχανιών, προς επαγγελματίες καταναλωτές {π.χ. αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, κ.λπ.} σε μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια, ή πόλη.
- τα αλευροπρατήρια είναι ή ιδιόκτητα των αλευροβιομηχανιών, ή συμβεβλημένα με αυτές λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι διακινητές
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλευροπρατήριο
|