πρατήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πρατήριον | τὰ | πρατήριᾰ |
γενική | τοῦ | πρατηρίου | τῶν | πρατηρίων |
δοτική | τῷ | πρατηρίῳ | τοῖς | πρατηρίοις |
αιτιατική | τὸ | πρατήριον | τὰ | πρατήριᾰ |
κλητική ὦ! | πρατήριον | πρατήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρατηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πρατηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρατήριον ουδέτερο
- αγορά, παζάρι
- σκλαβοπάζαρο
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 15, 7
- Ὕστερον δ' ἔκ τινων λόγων προσκόψας αὐτῷ παντελῶς ἀπηλλοτριώθη, καὶ προαγαγὼν εἰς τὸ πρατήριον ὡς ἀνδράποδον ἀπέδοτο μνῶν εἴκοσι.
- ≈ συνώνυμα: στατάριον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) πρατήριον: το πρατήριο
Πηγές
επεξεργασία- πρατήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρατήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.