↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρατήριον τὰ πρατήρι
      γενική τοῦ πρατηρίου τῶν πρατηρίων
      δοτική τῷ πρατηρί τοῖς πρατηρίοις
    αιτιατική τὸ πρατήριον τὰ πρατήρι
     κλητική ! πρατήριον πρατήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρατηρίω
γεν-δοτ τοῖν  πρατηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρατήριον < πρατήρ< πιπράσκω / πέρνημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρατήριον ουδέτερο

  1. αγορά, παζάρι
  2. σκλαβοπάζαρο
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 15, 7
    Ὕστερον δ' ἔκ τινων λόγων προσκόψας αὐτῷ παντελῶς ἀπηλλοτριώθη, καὶ προαγαγὼν εἰς τὸ πρατήριον ὡς ἀνδράποδον ἀπέδοτο μνῶν εἴκοσι.
     συνώνυμα: στατάριον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία