διασχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασχίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασχίζω (σκίζω στα δύο) < δια- + σχίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈsçi.zo/ & /ðʝaˈsçi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σχί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιασχίζω, αόρ.: διέσχισα, παθ.φωνή: διασχίζομαι, π.αόρ.: διασχίστηκα, μτχ.π.π.: διασχισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- διάσχιση
- διασχίσιμος
- → δείτε τις λέξεις διά και σχίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασχίζω | διέσχιζα | θα διασχίζω | να διασχίζω | διασχίζοντας | |
β' ενικ. | διασχίζεις | διέσχιζες | θα διασχίζεις | να διασχίζεις | διάσχιζε | |
γ' ενικ. | διασχίζει | διέσχιζε | θα διασχίζει | να διασχίζει | ||
α' πληθ. | διασχίζουμε | διασχίζαμε | θα διασχίζουμε | να διασχίζουμε | ||
β' πληθ. | διασχίζετε | διασχίζατε | θα διασχίζετε | να διασχίζετε | διασχίζετε | |
γ' πληθ. | διασχίζουν(ε) | διέσχιζαν διασχίζαν(ε) |
θα διασχίζουν(ε) | να διασχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέσχισα | θα διασχίσω | να διασχίσω | διασχίσει | ||
β' ενικ. | διέσχισες | θα διασχίσεις | να διασχίσεις | διάσχισε | ||
γ' ενικ. | διέσχισε | θα διασχίσει | να διασχίσει | |||
α' πληθ. | διασχίσαμε | θα διασχίσουμε | να διασχίσουμε | |||
β' πληθ. | διασχίσατε | θα διασχίσετε | να διασχίσετε | διασχίστε | ||
γ' πληθ. | διέσχισαν διασχίσαν(ε) |
θα διασχίσουν(ε) | να διασχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασχίσει | είχα διασχίσει | θα έχω διασχίσει | να έχω διασχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασχίσει | είχες διασχίσει | θα έχεις διασχίσει | να έχεις διασχίσει | έχε διασχισμένο | |
γ' ενικ. | έχει διασχίσει | είχε διασχίσει | θα έχει διασχίσει | να έχει διασχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασχίσει | είχαμε διασχίσει | θα έχουμε διασχίσει | να έχουμε διασχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασχίσει | είχατε διασχίσει | θα έχετε διασχίσει | να έχετε διασχίσει | έχετε διασχισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διασχίσει | είχαν διασχίσει | θα έχουν διασχίσει | να έχουν διασχίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διασχισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διασχισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διασχισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διασχισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασχίζομαι | διασχιζόμουν(α) | θα διασχίζομαι | να διασχίζομαι | ||
β' ενικ. | διασχίζεσαι | διασχιζόσουν(α) | θα διασχίζεσαι | να διασχίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διασχίζεται | διασχιζόταν(ε) | θα διασχίζεται | να διασχίζεται | ||
α' πληθ. | διασχιζόμαστε | διασχιζόμαστε διασχιζόμασταν |
θα διασχιζόμαστε | να διασχιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διασχίζεστε | διασχιζόσαστε διασχιζόσασταν |
θα διασχίζεστε | να διασχίζεστε | διασχίζεστε | |
γ' πληθ. | διασχίζονται | διασχίζονταν διασχιζόντουσαν |
θα διασχίζονται | να διασχίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασχίσηκα | θα διασχιστώ | να διασχιστώ | διασχιστεί | ||
β' ενικ. | διασχίσηκες | θα διασχιστείς | να διασχιστείς | |||
γ' ενικ. | διασχίσηκε | θα διασχιστεί | να διασχιστεί | |||
α' πληθ. | διασχιστήκαμε | θα διασχιστούμε | να διασχιστούμε | |||
β' πληθ. | διασχιστήκατε | θα διασχιστείτε | να διασχιστείτε | διασχιστείτε | ||
γ' πληθ. | διασχίσηκαν διασχιστήκαν(ε) |
θα διασχιστούν(ε) | να διασχιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διασχιστεί | είχα διασχιστεί | θα έχω διασχιστεί | να έχω διασχιστεί | διασχισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διασχιστεί | είχες διασχιστεί | θα έχεις διασχιστεί | να έχεις διασχιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διασχιστεί | είχε διασχιστεί | θα έχει διασχιστεί | να έχει διασχιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διασχιστεί | είχαμε διασχιστεί | θα έχουμε διασχιστεί | να έχουμε διασχιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διασχιστεί | είχατε διασχιστεί | θα έχετε διασχιστεί | να έχετε διασχιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διασχιστεί | είχαν διασχιστεί | θα έχουν διασχιστεί | να έχουν διασχιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασχίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασχίζω < δια- + αρχαία ελληνική σχίζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιασχίζω
Πηγές
επεξεργασία- διασχίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διασχίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.