Ετυμολογία

επεξεργασία

διασχίζω, αόρ.: διέσχισα, παθ.φωνή: διασχίζομαι, π.αόρ.: διασχίστηκα, μτχ.π.π.: διασχισμένος

  1. πορεύομαι σε μια περιοχή και την περνάω απ’ άκρη σ’ άκρη
  2. περνάω ανάμεσα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία