Δείτε επίσης: Cross

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cross crosses

cross (en)

  1. ο σταυρός
  2. η διασταύρωση
  3. (χριστιανισμός, συνήθως με το the) ο σταυρός πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός

  Επίθετο

επεξεργασία

cross (en)

  1. με/σε αντίθετη κατεύθυνση
  2. (ΗΒ) θυμωμένος
     συνώνυμα: angry, livid, furious

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας cross
γ΄ ενικό ενεστώτα crosses
αόριστος crossed
παθητική μετοχή crossed
ενεργητική μετοχή crossing

cross (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) διασχίζω, περνάω απ’ άκρη σ’ άκρη
    I am crossing a road/bridge/the sea/a desert.
    Διασχίζω ένα δρόμο/γεφύρι/τη θάλασσα/μια έρημο.
    A smile crossed her face fleetingly.
    Ένα χαμόγελο πέρασα φευγαλέα από το πρόσωπό της.
    I am crossing into Turkey.
    Περνώ στην Τουρκία.
    They crossed the river on foot.
    Πέρασαν το ποτάμι με τα πόδια.
    The ball crossed the line.
    Η μπάλα πέρασε τη γραμμή.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία