σταυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασταυρώνω, πρτ.: σταύρωνα, στ.μέλλ.: θα σταυρώσω, αόρ.: σταύρωσα, παθ.φωνή: σταυρώνομαι, μτχ.π.π.: σταυρωμένος
- δένω ή καρφώνω κάποιον πάνω σε σταυρό μέχρι να πεθάνει
- (μεταφορικά) βασανίζω κάποιον, τον κάνω να υποφέρει
- με σταύρωσε τόση ώρα με την πολυλογία του
- σχηματίζω το σημείο του σταυρού ως ευλογία και αποτρεπτικό του κακού
- τοποθετώ δύο αντικείμενα το ένα πάνω στο άλλο και χιαστί
- (μεταφορικά) σταυρώνω τα χέρια: κρατάω παθητική στάση, μένω αδρανής και δεν παίρνω πρωτοβουλία ούτε αντιδρώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σταυρός
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταυρώνω | σταύρωνα | θα σταυρώνω | να σταυρώνω | σταυρώνοντας | |
β' ενικ. | σταυρώνεις | σταύρωνες | θα σταυρώνεις | να σταυρώνεις | σταύρωνε | |
γ' ενικ. | σταυρώνει | σταύρωνε | θα σταυρώνει | να σταυρώνει | ||
α' πληθ. | σταυρώνουμε | σταυρώναμε | θα σταυρώνουμε | να σταυρώνουμε | ||
β' πληθ. | σταυρώνετε | σταυρώνατε | θα σταυρώνετε | να σταυρώνετε | σταυρώνετε | |
γ' πληθ. | σταυρώνουν(ε) | σταύρωναν σταυρώναν(ε) |
θα σταυρώνουν(ε) | να σταυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σταύρωσα | θα σταυρώσω | να σταυρώσω | σταυρώσει | ||
β' ενικ. | σταύρωσες | θα σταυρώσεις | να σταυρώσεις | σταύρωσε | ||
γ' ενικ. | σταύρωσε | θα σταυρώσει | να σταυρώσει | |||
α' πληθ. | σταυρώσαμε | θα σταυρώσουμε | να σταυρώσουμε | |||
β' πληθ. | σταυρώσατε | θα σταυρώσετε | να σταυρώσετε | σταυρώστε | ||
γ' πληθ. | σταύρωσαν σταυρώσαν(ε) |
θα σταυρώσουν(ε) | να σταυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταυρώσει | είχα σταυρώσει | θα έχω σταυρώσει | να έχω σταυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταυρώσει | είχες σταυρώσει | θα έχεις σταυρώσει | να έχεις σταυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταυρώσει | είχε σταυρώσει | θα έχει σταυρώσει | να έχει σταυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταυρώσει | είχαμε σταυρώσει | θα έχουμε σταυρώσει | να έχουμε σταυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταυρώσει | είχατε σταυρώσει | θα έχετε σταυρώσει | να έχετε σταυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταυρώσει | είχαν σταυρώσει | θα έχουν σταυρώσει | να έχουν σταυρώσει |
|