Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυρώνω < σταυρός + -ώνω

σταυρώνω, πρτ.: σταύρωνα, στ.μέλλ.: θα σταυρώσω, αόρ.: σταύρωσα, παθ.φωνή: σταυρώνομαι, μτχ.π.π.: σταυρωμένος

  1. δένω ή καρφώνω κάποιον πάνω σε σταυρό μέχρι να πεθάνει
  2. (μεταφορικά) βασανίζω κάποιον, τον κάνω να υποφέρει
    με σταύρωσε τόση ώρα με την πολυλογία του
  3. σχηματίζω το σημείο του σταυρού ως ευλογία και αποτρεπτικό του κακού
  4. τοποθετώ δύο αντικείμενα το ένα πάνω στο άλλο και χιαστί
    • (μεταφορικά) σταυρώνω τα χέρια: κρατάω παθητική στάση, μένω αδρανής και δεν παίρνω πρωτοβουλία ούτε αντιδρώ

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  σταυρός

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία