χιαστί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιαστί < (ελληνιστική κοινή) χιαστί < χιαστός < χιάζω < χῖ < αρχαία ελληνική χεῖ (το γράμμα)
Επίρρημα
επεξεργασίαχιαστί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χιαστί
|