Ετυμολογία

επεξεργασία
χιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χιάζω (κάνω σχήμα Χ)

χιάζω

  1. δημιουργώ το σχήμα του Χ
  2. επισημαίνω με το σήμα Χ ότι κάτι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή
  3. διαγράφω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία




  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
χιάζω (ελληνιστική κοινή) < το σχήμα του γράμματος Χ (χεῖ)

χιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε το γράμμα Χ

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
χιάζω < Χῖος + -άζω (από το νησί της Χίου)

χιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Χίος