Δείτε επίσης: Χῖος, χίος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçi.os/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χί‐ος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Χίος
      γενική της Χίου
    αιτιατική τη Χίο
     κλητική Χίε
(Χίο)
Δείτε και το Χιος ως μονοσύλλαβο.
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Χίος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χίος θηλυκό

  1. νησί της Ελλάδας
  2. πόλη, η χώρα της νήσου Χίος
  3. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Χίου)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • Χιος (ιδιωματικό, λαϊκό)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Χίος οι Χίοι
      γενική του Χίου των Χίων
    αιτιατική τον Χίο τους Χίους
     κλητική Χίε Χίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Χῖος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χίος αρσενικό