Χιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χιώτης | οι | Χιώτες |
γενική | του | Χιώτη | των | Χιωτών |
αιτιατική | τον | Χιώτη | τους | Χιώτες |
κλητική | Χιώτη | Χιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Χιώτης < μεσαιωνική ελληνική χιώτικος, *Χιώτης. Μορφολογικά αναλύεται: η Χί(ος) ή η Χι(ο) + -ώτης[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧιώτης αρσενικό (θηλυκό Χιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Χίο ή κατοικεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- την έπαθα σαν Χιώτης
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη Χίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Χιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Χιώτης < πατριδωνυμικό Χιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧιώτης αρσενικό (θηλυκό Χιώτη)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Χιώτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας