Ετυμολογία

επεξεργασία
κατοικώ < αρχαία ελληνική κατοικέω/κατοικῶ < οἶκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.tiˈko/

κατοικώ

  • χρησιμοποιώ ένα κτίσμα ως κατοικία, έχω το σπίτι μου και ζω σε έναν τόπο
    τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη Θεσσαλονίκη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία