Ετυμολογία

επεξεργασία

κατοικώ

  • χρησιμοποιώ ένα κτίσμα ως κατοικία, έχω το σπίτι μου και ζω σε έναν τόπο
    τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη Θεσσαλονίκη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία