κατοικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατοικώ < αρχαία ελληνική κατοικέω/κατοικῶ < οἶκος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατοικώ
- χρησιμοποιώ ένα κτίσμα ως κατοικία, έχω το σπίτι μου και ζω σε έναν τόπο
- τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη Θεσσαλονίκη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατοικώ | κατοικούσα | θα κατοικώ | να κατοικώ | κατοικώντας | |
β' ενικ. | κατοικείς | κατοικούσες | θα κατοικείς | να κατοικείς | (κατοίκει) | |
γ' ενικ. | κατοικεί | κατοικούσε | θα κατοικεί | να κατοικεί | ||
α' πληθ. | κατοικούμε | κατοικούσαμε | θα κατοικούμε | να κατοικούμε | ||
β' πληθ. | κατοικείτε | κατοικούσατε | θα κατοικείτε | να κατοικείτε | κατοικείτε | |
γ' πληθ. | κατοικούν(ε) | κατοικούσαν(ε) | θα κατοικούν(ε) | να κατοικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατοίκησα | θα κατοικήσω | να κατοικήσω | κατοικήσει | ||
β' ενικ. | κατοίκησες | θα κατοικήσεις | να κατοικήσεις | κατοίκησε | ||
γ' ενικ. | κατοίκησε | θα κατοικήσει | να κατοικήσει | |||
α' πληθ. | κατοικήσαμε | θα κατοικήσουμε | να κατοικήσουμε | |||
β' πληθ. | κατοικήσατε | θα κατοικήσετε | να κατοικήσετε | κατοικήστε | ||
γ' πληθ. | κατοίκησαν κατοικήσαν(ε) |
θα κατοικήσουν(ε) | να κατοικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατοικήσει | είχα κατοικήσει | θα έχω κατοικήσει | να έχω κατοικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατοικήσει | είχες κατοικήσει | θα έχεις κατοικήσει | να έχεις κατοικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατοικήσει | είχε κατοικήσει | θα έχει κατοικήσει | να έχει κατοικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατοικήσει | είχαμε κατοικήσει | θα έχουμε κατοικήσει | να έχουμε κατοικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατοικήσει | είχατε κατοικήσει | θα έχετε κατοικήσει | να έχετε κατοικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατοικήσει | είχαν κατοικήσει | θα έχουν κατοικήσει | να έχουν κατοικήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατοικούμαι | κατοικούμουν | θα κατοικούμαι | να κατοικούμαι | ||
β' ενικ. | κατοικείσαι | κατοικούσουν | θα κατοικείσαι | να κατοικείσαι | ||
γ' ενικ. | κατοικείται | κατοικούνταν | θα κατοικείται | να κατοικείται | ||
α' πληθ. | κατοικούμαστε | κατοικούμασταν κατοικούμαστε |
θα κατοικούμαστε | να κατοικούμαστε | ||
β' πληθ. | κατοικείστε | κατοικούσασταν κατοικούσαστε |
θα κατοικείστε | να κατοικείστε | κατοικείστε | |
γ' πληθ. | κατοικούνται | κατοικούνταν | θα κατοικούνται | να κατοικούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατοικήθηκα | θα κατοικηθώ | να κατοικηθώ | κατοικηθεί | ||
β' ενικ. | κατοικήθηκες | θα κατοικηθείς | να κατοικηθείς | κατοικήσου | ||
γ' ενικ. | κατοικήθηκε | θα κατοικηθεί | να κατοικηθεί | |||
α' πληθ. | κατοικηθήκαμε | θα κατοικηθούμε | να κατοικηθούμε | |||
β' πληθ. | κατοικηθήκατε | θα κατοικηθείτε | να κατοικηθείτε | κατοικηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατοικήθηκαν κατοικηθήκαν(ε) |
θα κατοικηθούν(ε) | να κατοικηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατοικηθεί | είχα κατοικηθεί | θα έχω κατοικηθεί | να έχω κατοικηθεί | κατοικημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατοικηθεί | είχες κατοικηθεί | θα έχεις κατοικηθεί | να έχεις κατοικηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατοικηθεί | είχε κατοικηθεί | θα έχει κατοικηθεί | να έχει κατοικηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατοικηθεί | είχαμε κατοικηθεί | θα έχουμε κατοικηθεί | να έχουμε κατοικηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατοικηθεί | είχατε κατοικηθεί | θα έχετε κατοικηθεί | να έχετε κατοικηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατοικηθεί | είχαν κατοικηθεί | θα έχουν κατοικηθεί | να έχουν κατοικηθεί |