Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αραιοκατοικημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αραιοκατοικημέν
ος
η
αραιοκατοικημέν
η
το
αραιοκατοικημέν
ο
γενική
του
αραιοκατοικημέν
ου
της
αραιοκατοικημέν
ης
του
αραιοκατοικημέν
ου
αιτιατική
τον
αραιοκατοικημέν
ο
την
αραιοκατοικημέν
η
το
αραιοκατοικημέν
ο
κλητική
αραιοκατοικημέν
ε
αραιοκατοικημέν
η
αραιοκατοικημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αραιοκατοικημέν
οι
οι
αραιοκατοικημέν
ες
τα
αραιοκατοικημέν
α
γενική
των
αραιοκατοικημέν
ων
των
αραιοκατοικημέν
ων
των
αραιοκατοικημέν
ων
αιτιατική
τους
αραιοκατοικημέν
ους
τις
αραιοκατοικημέν
ες
τα
αραιοκατοικημέν
α
κλητική
αραιοκατοικημέν
οι
αραιοκατοικημέν
ες
αραιοκατοικημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αραιοκατοικημένος
<
αραιο-
(
αραιός
/
αραιά
) +
κατοικημένος
Μετοχή
επεξεργασία
αραιοκατοικημένος, -η, -ο
που χαρακτηρίζεται από
αραιή
κατοίκηση
, από χαμηλή αναλογία κατοίκων ανά μονάδα έκτασης γης
Αντώνυμα
επεξεργασία
πυκνοκατοικημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραιοκατοικημένος
αγγλικά
:
sparsely
populated