αραιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αραιός | η | αραιή | το | αραιό |
γενική | του | αραιού | της | αραιής | του | αραιού |
αιτιατική | τον | αραιό | την | αραιή | το | αραιό |
κλητική | αραιέ | αραιή | αραιό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αραιοί | οι | αραιές | τα | αραιά |
γενική | των | αραιών | των | αραιών | των | αραιών |
αιτιατική | τους | αραιούς | τις | αραιές | τα | αραιά |
κλητική | αραιοί | αραιές | αραιά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀραιός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾeˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ραι‐ός
- τονικό παρώνυμο: Άρεως
Επίθετο επεξεργασία
αραιός, -ή, -ό
- που παρουσιάζει κενά διαστήματα (για τόπο ή χρόνο)
- ≠ αντώνυμα: πυκνός για χρόνο: σποραδικός
- (για μείγματα, για υγρά) που δεν είναι πυκνός, σφιχτός