κατοικημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατοικούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
κατοικημένος, -η ,-ο
- που κατοικείται, όπου διαμένουν άνθρωποι
- μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή