Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοικημένος η κατοικημένη το κατοικημένο
      γενική του κατοικημένου της κατοικημένης του κατοικημένου
    αιτιατική τον κατοικημένο την κατοικημένη το κατοικημένο
     κλητική κατοικημένε κατοικημένη κατοικημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοικημένοι οι κατοικημένες τα κατοικημένα
      γενική των κατοικημένων των κατοικημένων των κατοικημένων
    αιτιατική τους κατοικημένους τις κατοικημένες τα κατοικημένα
     κλητική κατοικημένοι κατοικημένες κατοικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατοικούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

κατοικημένος, -η ,-ο

μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία