inhabited
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinhabited (en)
- κατοικημένος
- ⮡ After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.
- Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.
- ⮡ After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.