uninhabited
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
uninhabited (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακατοίκητος, χωρίς κατοίκους
- ⮡ uninhabited areas awaiting settlement - ακατοίκητες περιοχές που περιμένουν εποικισμό