ακατοίκητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατοίκητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκατοίκητος < α- + (κατοικώ) κατοικη- + -τος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kaˈti.ci.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τοί‐κη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ακατοίκητος, -η, -ο
- που δεν κατοικείται, που δεν έχει κατοίκους
- που δεν είναι σε κατάσταση να κατοικηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατοίκητος
επεξεργασία
- ↑ ακατοίκητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.