↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατοίκητος η ακατοίκητη το ακατοίκητο
      γενική του ακατοίκητου της ακατοίκητης του ακατοίκητου
    αιτιατική τον ακατοίκητο την ακατοίκητη το ακατοίκητο
     κλητική ακατοίκητε ακατοίκητη ακατοίκητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατοίκητοι οι ακατοίκητες τα ακατοίκητα
      γενική των ακατοίκητων των ακατοίκητων των ακατοίκητων
    αιτιατική τους ακατοίκητους τις ακατοίκητες τα ακατοίκητα
     κλητική ακατοίκητοι ακατοίκητες ακατοίκητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατοίκητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκατοίκητος < α- + (κατοικώ) κατοικη- + -τος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kaˈti.ci.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐τοί‐κη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακατοίκητος, -η, -ο

  1. που δεν κατοικείται, που δεν έχει κατοίκους
     αντώνυμα: κατοικημένος
  2. που δεν είναι σε κατάσταση να κατοικηθεί
     αντώνυμα: κατοικήσιμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία