Δείτε επίσης: διανέμω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαμένω (παραμένω) < δια- + μένω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική résider) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈme.no/ & /ðʝaˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐μέ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

διαμένω, πρτ.: διέμενα, αόρ.: διέμεινα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και μένω

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμένω < δια- + μένω

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία