abide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | abide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abides |
αόριστος | abode, abided |
παθητική μετοχή | abode, abided, abidden |
ενεργητική μετοχή | abiding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
O τύπος abidden, σπάνιος. |
Ρήμα
επεξεργασίαabide (en)
Εκφράσεις
επεξεργασία- abide by:τηρώ
- can’t abide: δεν ανέχομαι/αντέχω