ενεστώτας dwell
γ΄ ενικό ενεστώτα dwells
αόριστος dwelt
παθητική μετοχή dwelt
ενεργητική μετοχή dwelling
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Αόριστος και παθητική μετοχή dwelled, στις ΗΠΑ.

dwell (en)