διανέμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανέμω < αρχαία ελληνική διανέμω < δια- + νέμω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.aˈne.mo/ & /ðʝaˈne.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐νέ‐μω
Ρήμα
επεξεργασίαδιανέμω, πρτ.: διένεμα, αόρ.: διένειμα, παθ.φωνή: διανέμομαι, π.αόρ.: διανεμήθηκα, μτχ.π.π.: διανεμημένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανέμω | διένεμα | θα διανέμω | να διανέμω | διανέμοντας | |
β' ενικ. | διανέμεις | διένεμες | θα διανέμεις | να διανέμεις | διάνεμε | |
γ' ενικ. | διανέμει | διένεμε | θα διανέμει | να διανέμει | ||
α' πληθ. | διανέμουμε | διανέμαμε | θα διανέμουμε | να διανέμουμε | ||
β' πληθ. | διανέμετε | διανέματε | θα διανέμετε | να διανέμετε | διανέμετε | |
γ' πληθ. | διανέμουν(ε) | διένεμαν διανέμαν(ε) |
θα διανέμουν(ε) | να διανέμουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διένειμα | θα διανείμω | να διανείμω | διανείμει | ||
β' ενικ. | διένειμες | θα διανείμεις | να διανείμεις | διάνειμε | ||
γ' ενικ. | διένειμε | θα διανείμει | να διανείμει | |||
α' πληθ. | διανείμαμε | θα διανείμουμε | να διανείμουμε | |||
β' πληθ. | διανείματε | θα διανείμετε | να διανείμετε | διανείμτε | ||
γ' πληθ. | διένειμαν διανείμαν(ε) |
θα διανείμουν(ε) | να διανείμουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διανείμει | είχα διανείμει | θα έχω διανείμει | να έχω διανείμει | ||
β' ενικ. | έχεις διανείμει | είχες διανείμει | θα έχεις διανείμει | να έχεις διανείμει | έχε διανεμημένο | |
γ' ενικ. | έχει διανείμει | είχε διανείμει | θα έχει διανείμει | να έχει διανείμει | ||
α' πληθ. | έχουμε διανείμει | είχαμε διανείμει | θα έχουμε διανείμει | να έχουμε διανείμει | ||
β' πληθ. | έχετε διανείμει | είχατε διανείμει | θα έχετε διανείμει | να έχετε διανείμει | έχετε διανεμημένο | |
γ' πληθ. | έχουν διανείμει | είχαν διανείμει | θα έχουν διανείμει | να έχουν διανείμει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διανεμημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διανεμημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διανεμημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διανεμημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανέμομαι | διανεμόμουν(α) | θα διανέμομαι | να διανέμομαι | ||
β' ενικ. | διανέμεσαι | διανεμόσουν(α) | θα διανέμεσαι | να διανέμεσαι | ||
γ' ενικ. | διανέμεται | διανεμόταν(ε) | θα διανέμεται | να διανέμεται | ||
α' πληθ. | διανεμόμαστε | διανεμόμαστε διανεμόμασταν |
θα διανεμόμαστε | να διανεμόμαστε | ||
β' πληθ. | διανέμεστε | διανεμόσαστε διανεμόσασταν |
θα διανέμεστε | να διανέμεστε | διανέμεστε | |
γ' πληθ. | διανέμονται | διανέμονταν διανεμόντουσαν |
θα διανέμονται | να διανέμονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διανεμήθηκα | θα διανεμηθώ | να διανεμηθώ | διανεμηθεί | ||
β' ενικ. | διανεμήθηκες | θα διανεμηθείς | να διανεμηθείς | διανεμήσου | ||
γ' ενικ. | διανεμήθηκε | θα διανεμηθεί | να διανεμηθεί | |||
α' πληθ. | διανεμηθήκαμε | θα διανεμηθούμε | να διανεμηθούμε | |||
β' πληθ. | διανεμηθήκατε | θα διανεμηθείτε | να διανεμηθείτε | διανεμηθείτε | ||
γ' πληθ. | διανεμήθηκαν διανεμηθήκαν(ε) |
θα διανεμηθούν(ε) | να διανεμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διανεμηθεί | είχα διανεμηθεί | θα έχω διανεμηθεί | να έχω διανεμηθεί | διανεμημένος | |
β' ενικ. | έχεις διανεμηθεί | είχες διανεμηθεί | θα έχεις διανεμηθεί | να έχεις διανεμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διανεμηθεί | είχε διανεμηθεί | θα έχει διανεμηθεί | να έχει διανεμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διανεμηθεί | είχαμε διανεμηθεί | θα έχουμε διανεμηθεί | να έχουμε διανεμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διανεμηθεί | είχατε διανεμηθεί | θα έχετε διανεμηθεί | να έχετε διανεμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διανεμηθεί | είχαν διανεμηθεί | θα έχουν διανεμηθεί | να έχουν διανεμηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διανεμημένος - είμαστε, είστε, είναι διανεμημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διανεμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διανεμημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διανεμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διανεμημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διανεμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διανεμημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανέμω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διανέμω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διανέμω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.