distribute
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | distribute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | distributes |
αόριστος | distributed |
παθητική μετοχή | distributed |
ενεργητική μετοχή | distributing |
Ρήμα
επεξεργασίαdistribute (en)
- διανέμω, μοιράζω, δίνω πράγματα σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων· μοιράζομαι κάτι μεταξύ πολλών ανθρώπων
- ↪ One of the most popular VCS tools was a system called RCS, which is still distributed with many computers today.
- Ένα από τα πιο δημοφιλή συστήματα ελέγχου εκδόσεων ήταν το σύστημα RCS το οποίο διανέμεται ακόμα σε πολλούς υπολογιστές.
- ↪ She was distributing free cosmetic samples.
- Μοίραζε δείγματα καλλυντικών δωρεάν.
- ≈ συνώνυμα: administer, allocate, apportion, deal out, dispense, divide, dole out, give out, hand out και issue
- ↪ One of the most popular VCS tools was a system called RCS, which is still distributed with many computers today.