ενεστώτας allocate
γ΄ ενικό ενεστώτα allocates
αόριστος allocated
παθητική μετοχή allocated
ενεργητική μετοχή allocating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
allocate < (λόγιο δάνειο) δημώδης λατινική allocare

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæl.ə.keɪt/

allocate (en)

  • διαθέτω, κατανέμω, προορίζω, δίνω κάτι επίσημα σε κάποιον ή κάτι για συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  This space has already been allocated for building a school.
    Αυτός ο χώρος έχει ήδη διατεθεί για την ανέγερση σχολείου.
    ⮡  I allocated duties amongst the staff.
    Κατένειμα καθήκοντα μεταξύ του προσωπικού.
    ⮡  This amount is allocated for research.
    Αυτό το ποσό προορίζεται για έρευνα.
     συνώνυμα:  earmark, put aside, set apart και set aside