allocate
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- allocate < δημώδης λατινική allocare
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈæl.ə.keɪt/
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | allocate |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | allocates |
αόριστος | allocated |
παθητική μετοχή | allocated |
ενεργητική μετοχή | allocating |
allocate (en)