Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας put aside
γ΄ ενικό ενεστώτα puts aside
αόριστος put aside
παθητική μετοχή put aside
ενεργητική μετοχή putting aside

  Ετυμολογία επεξεργασία

put aside < → δείτε τις λέξεις put και aside

  Ρήμα επεξεργασία

put aside (en)

  • βάζω κάτι στην άκρη για να το αποταμιεύσω
    Have you put any (money) aside?
    Έχεις βάλει τίποτα στην άκρη;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη save

  Πηγές επεξεργασία