ενεστώτας put aside
γ΄ ενικό ενεστώτα puts aside
αόριστος put aside
παθητική μετοχή put aside
ενεργητική μετοχή putting aside

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put aside < → δείτε τις λέξεις put και aside

put aside (en)

  1. βάζω κάτι στην άκρη για να το αποταμιεύσω
    Have you put any (money) aside?
    Έχεις βάλει τίποτα στην άκρη;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη save
  2. διαθέτω κάτι
    Five billion has been put aside for new school buildings.
    Πέντε δις έχουν διατεθεί για νέα σχολικά κτήρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allocate