put aside
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put aside |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts aside |
αόριστος | put aside |
παθητική μετοχή | put aside |
ενεργητική μετοχή | putting aside |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput aside (en)
Πηγές
επεξεργασία- put aside - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη