ενεστώτας put aside
γ΄ ενικό ενεστώτα puts aside
αόριστος put aside
παθητική μετοχή put aside
ενεργητική μετοχή putting aside

Ετυμολογία

επεξεργασία
put aside <  δείτε τις λέξεις put και aside

put aside (en)

  1. παραμερίζω, βγάζω από τη μέση κάποιον ή κάτι που εμποδίζει μια διαδικασία που δυσχεραίνει την πραγματοποίηση ενός σχεδίου
      Let’s put aside our differences.
    Ας παραμερίσουμε τις διαφορές μας.
      He put aside his hesitations and spoke to her.
    Παραμέρισε τους δισταγμούς του και της μίλησε.
  2. βάζω κάτι στην άκρη για να το αποταμιεύσω
      Have you put any (money) aside?
    Έχεις βάλει τίποτα στην άκρη;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη save
  3. διαθέτω κάτι
      Five billion has been put aside for new school buildings.
    Πέντε δις έχουν διατεθεί για νέα σχολικά κτήρια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη allocate