Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
save saves

save (en)

  • η απόκρουση, μια ενέργεια του τερματοφύλακα που εμποδίζει το γκολ
    ⮡  The save by the goalkeeper was amazing.
    Η απόκρουση της μπάλας από τον τερματοφύλακα ήταν εκπληκτική.

  Πρόθεση

επεξεργασία

save (en)

ενεστώτας save
γ΄ ενικό ενεστώτα saves
αόριστος saved
παθητική μετοχή saved
ενεργητική μετοχή saving

save (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σώζω, διασώζω, γλιτώνω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από θάνατο, βλάβη, απώλεια κτλ.
    ⮡  I save somebody’s life.
    Σώζω τη ζωή κάποιου.
    ⮡  Jesus came into the world to save man from sin.
    Ο Ιησούς ήρθε στον κόσμο να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία.
    ⮡  How many were saved?
    Πόσοι σώθηκαν;
    ⮡  The doctor saved his leg.
    Ο γιατρός του έσωσε το πόδι.
    ⮡  Who will save him from himself?
    Ποιος θα τον σώσει από τον εαυτό του;
    ⮡  He saved my life.
    Μου διέδωσε τη ζωή.
    ⮡  I saved his life.
    Του γλίτωσα τη ζωή.
     συνώνυμα: rescue
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξοικονομώ, αποταμιεύω, κάνω αποταμίευση, κρατώ χρήματα αντί να τα ξοδεύω, ειδικά για να αγοράσω ένα συγκεκριμένο πράγμα
    ⮡  There are ways to save money at the end of the month.
    Υπάρχουν τρόποι να εξοικονομήσετε χρήματα στο τέλος του μήνα.
    ⮡  Large amounts have been saved in the banks.
    Έχουν αποταμιευτεί μεγάλα ποσά στις τράπεζες.
    ⮡  The children are learning to save (money).
    Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν αποταμίευση.
     συνώνυμα:  put aside και put away
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξοικονομώ, γλιτώνω, αποφεύγω να σπαταλήσω κάτι ή να χρησιμοποιήσω περισσότερα από όσα χρειάζεται
    ⮡  a runner who saves his strength to last until the end - δρομέας που εξοικονομεί τις δυνάμεις του για να αντέξει ως το τέλος
    ⮡  We save on time and money by shopping at the supermarket.
    Εξοικονομούμε χρόνο και χρήματα ψωνίζοντας στο σουπερμάρκετ.
    ⮡  That will save you a lot of time/money/trouble.
    Μ' αυτό θα γλιτώσεις πολύ χρόνο/χρήμα/φασαρία.
  4. (μεταβατικό) εξοικονομώ, κρατώ κάτι για να χρησιμοποιήσω ή να απολαύσω στο μέλλον ή για να το χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος
    ⮡  Make sure you save a ticket for me too.
    Κοίτα να εξοικονομήσεις και για μένα ένα εισιτήριο.
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) αποθηκεύω στον υπολογιστή (για να σώσω ένα κείμενο)
    ⮡  Before closing a piece of software, we save our work.
    Πριν κλείσουμε ένα λογισμικό αποθηκεύουμε τη δουλειά μας.
    ⮡  We need to save regularly, if we don’t want to lose our work from power failure.
    Πρέπει να σώζουμε τακτικά, αν δεν θέλουμε να χάσουμε τη δουλειά μας από διακοπή ρεύματος.
     συνώνυμα: persist (για δεδομένα)
  6. (μεταβατικό) απαλλάσσω, βγάζω, σώζω, αποφεύγω να κάνω κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο ή τον βοηθώ κάποιον να αποφύγει να κάνει κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο
    ⮡  You saved me a lot of trouble.
    Με απάλλαξες από πολλή φασαρία/πολύ κόπο.
    ⮡  You’ll save coming here every day.
    Θ' απαλλαγείς από το να έρχεσαι εδώ κάθε μέρα.
    ⮡  That will save me from having to go.
    Αυτό θα με απαλλάξει από το να πάω.
    ⮡  I save somebody a lot of trouble/a lot of expense.
    Βγάζω κάποιον από πολύ κόπο/από πολλά έξοδα.
    ⮡  The good acting couldn’t save the play.
    Το καλό παίξιμο δεν μπόρεσε να σώσει το έργο.
     συνώνυμα: spare
  7. (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός) αποκρούω, σώζω, εμποδίζω το σουτ ενός αντιπάλου να περάσει στο τέρμα
    ⮡  He shot weakly and the goalkeeper saved it easily.
    Σούταρε αδύναμα και ο τερματοφύλακας απέκρουσε εύκολα.
    ⮡  He saved his goal box many times.
    Έσωσε το τέρμα του πολλές φορές.
  8. (μεταβατικό & αμετάβατο, χριστιανισμός) σώζει για να εμποδίσει την ψυχή ενός ανθρώπου να πάει στην κόλαση
    ⮡  Jesus came into the world to save sinners.
    Ο Ιησούς ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς.

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

save (en)

  • (επίσημο) εκτός του ότι
    ⮡  We knew nothing about him save that he was a prisoner of war.
    Δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτόν εκτός του ότι ήταν αιχμάλωτος πολέμου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides