save
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
save | saves |
save (en)
- η απόκρουση, μια ενέργεια του τερματοφύλακα που εμποδίζει το γκολ
- ↪ The save by the goalkeeper was amazing.
- Η απόκρουση της μπάλας από τον τερματοφύλακα ήταν εκπληκτική.
- ↪ The save by the goalkeeper was amazing.
Πρόθεση
επεξεργασίαsave (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | save |
γ΄ ενικό ενεστώτα | saves |
αόριστος | saved |
παθητική μετοχή | saved |
ενεργητική μετοχή | saving |
save (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σώζω, διασώζω, γλιτώνω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από θάνατο, βλάβη, απώλεια κτλ.
- ↪ I save somebody’s life.
- Σώζω τη ζωή κάποιου.
- ↪ Jesus came into the world to save man from sin.
- Ο Ιησούς ήρθε στον κόσμο να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία.
- ↪ How many were saved?
- Πόσοι σώθηκαν;
- ↪ The doctor saved his leg.
- Ο γιατρός του έσωσε το πόδι.
- ↪ Who will save him from himself?
- Ποιος θα τον σώσει από τον εαυτό του;
- ↪ He saved my life.
- Μου διέδωσε τη ζωή.
- ↪ I saved his life.
- Του γλίτωσα τη ζωή.
- ≈ συνώνυμα: rescue
- ↪ I save somebody’s life.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξοικονομώ, αποταμιεύω, κάνω αποταμίευση, κρατώ χρήματα αντί να τα ξοδεύω, ειδικά για να αγοράσω ένα συγκεκριμένο πράγμα
- ↪ There are ways to save money at the end of the month.
- Υπάρχουν τρόποι να εξοικονομήσετε χρήματα στο τέλος του μήνα.
- ↪ Large amounts have been saved in the banks.
- Έχουν αποταμιευτεί μεγάλα ποσά στις τράπεζες.
- ↪ The children are learning to save (money).
- Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν αποταμίευση.
- ≈ συνώνυμα: put aside και put away
- ↪ There are ways to save money at the end of the month.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξοικονομώ, γλιτώνω, αποφεύγω να σπαταλήσω κάτι ή να χρησιμοποιήσω περισσότερα από όσα χρειάζεται
- ↪ a runner who saves his strength to last until the end - δρομέας που εξοικονομεί τις δυνάμεις του για να αντέξει ως το τέλος
- ↪ That will save you a lot of time/money/trouble.
- Μ' αυτό θα γλιτώσεις πολύ χρόνο/χρήμα/φασαρία.
- (μεταβατικό) εξοικονομώ, κρατώ κάτι για να χρησιμοποιήσω ή να απολαύσω στο μέλλον ή για να το χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος
- ↪ Make sure you save a ticket for me too.
- Κοίτα να εξοικονομήσεις και για μένα ένα εισιτήριο.
- ↪ Make sure you save a ticket for me too.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) αποθηκεύω στον υπολογιστή (για να σώσω ένα κείμενο)
- ↪ Before closing a piece of software, we save our work.
- Πριν κλείσουμε ένα λογισμικό αποθηκεύουμε τη δουλειά μας.
- ↪ We need to save regularly, if we don’t want to lose our work from power failure.
- Πρέπει να σώζουμε τακτικά, αν δεν θέλουμε να χάσουμε τη δουλειά μας από διακοπή ρεύματος.
- ≈ συνώνυμα: persist (για δεδομένα)
- ↪ Before closing a piece of software, we save our work.
- (μεταβατικό) απαλλάσσω, βγάζω, σώζω, αποφεύγω να κάνω κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο ή τον βοηθώ κάποιον να αποφύγει να κάνει κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο
- ↪ You saved me a lot of trouble.
- Με απάλλαξες από πολλή φασαρία/πολύ κόπο.
- ↪ You’ll save coming here every day.
- Θ' απαλλαγείς από το να έρχεσαι εδώ κάθε μέρα.
- ↪ That will save me from having to go.
- Αυτό θα με απαλλάξει από το να πάω.
- ↪ I save somebody a lot of trouble/a lot of expense.
- Βγάζω κάποιον από πολύ κόπο/από πολλά έξοδα.
- ↪ The good acting couldn’t save the play.
- Το καλό παίξιμο δεν μπόρεσε να σώσει το έργο.
- ≈ συνώνυμα: spare
- ↪ You saved me a lot of trouble.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός) αποκρούω, σώζω, εμποδίζω το σουτ ενός αντιπάλου να περάσει στο τέρμα
- ↪ He shot weakly and the goalkeeper saved it easily.
- Σούταρε αδύναμα και ο τερματοφύλακας απέκρουσε εύκολα.
- ↪ He saved his goal box many times.
- Έσωσε το τέρμα του πολλές φορές.
- ↪ He shot weakly and the goalkeeper saved it easily.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χριστιανισμός) σώζει για να εμποδίσει την ψυχή ενός ανθρώπου να πάει στην κόλαση
- ↪ Jesus came into the world to save sinners.
- Ο Ιησούς ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς.
- ↪ Jesus came into the world to save sinners.
Σύνδεσμος
επεξεργασίαsave (en)
Πηγές
επεξεργασία- save (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- save (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- save (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- save (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 89, 161-162, 193, 229, 862. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαλλάσσω, βγάζω, γλιτώνω, διασώζω, σώζω