Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκρούω < αρχαία ελληνική ἀποκρούω < ἀπό + κρούω

αποκρούω

  1. απωθώ άτομο, αποφεύγω ενεργά ένα χτύπημα, μία επίθεση (π.χ. στον πόλεμο ή στο ποδόσφαιρο)
    • (ειδικότερα) (αθλητισμός) (για τερματοφύλακα) σταματάω ή αλλάζω την πορεία της μπάλας ώστε να μην μπει γκολ
      απέκρουσε τα τρία από τα πέντε πέναλτι και κερδίσαμε
  2. απορρίπτω μία πρόταση (π.χ. ερωτική)
  3. αμύνομαι με τη μεταφορική έννοια, αντικρούω (π.χ. τα επιχειρήματα ή τις εναντίον μου κατηγορίες)


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία