χτύπημα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χτύπημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτύπημα (κρότος, θόρυβος) με ανομοίωση [kt] > [xt][1] < κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxti.pi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτύ‐πη‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χτύπημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χτυπώ
- η άσκηση δύναμης σε κάποιον ή κάτι
- (κατʼ επέκταση) το σημάδι που αφήνει η ως άνω άσκηση δύναμης
- η επίθεση
- ο τραυματισμός
- το ανακάτεμα
- ρυθμική επαναλαμβανόμενη διαδικασία με πρόκληση ήχου
- το άγγιγμα ή η κρούση κάποιου πράγματος με την ταυτόχρονη πρόκληση ήχου
- το χτύπημα του κουδουνιού
- (μεταφορικά) η πρόκληση βλάβης, αρρώστιας ή δυστυχίας
- (μεταφορικά) η αντιμετώπιση μιας άσχημης κατάστασης
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- χτύπημα τιμής: πλειοδοσία (ή μειοδοσία)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χτύπος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χτύπημα
Επεξεργασία
- ↑ χτύπημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.