Ενεργητικός Ενεστώτας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κτυπῶ
|
κτυπῶ
|
κτυποῖμι / κτυποίην
|
-
|
σύ
|
κτυπεῖς
|
κτυπῇς
|
κτυποῖς / κτυποίης
|
κτύπει
|
οὗτος
|
κτυπεῖ
|
κτυπῇ
|
κτυποῖ / κτυποίη
|
κτυπείτω
|
ἡμεῖς
|
κτυποῦμεν
|
κτυπῶμεν
|
κτυποῖμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
κτυπεῖτε
|
κτυπῆτε
|
κτυποῖτε
|
κτυπεῖτε
|
οὗτοι
|
κτυποῦσι(ν)
|
κτυπῶσι(ν)
|
κτυποῖεν
|
κτυπούντων / κτυπείτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπεῖν
|
κτυπῶν
|
κτυποῦσα
|
κτυποῦν
|
Ενεργητικός Παρατατικός
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτύπουν
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
ἐκτύπεις
|
-
|
-
|
-
|
οὗτος
|
ἐκτύπει
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυποῦμεν
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτυπεῖτε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
ἐκτύπουν
|
-
|
-
|
-
|
Ενεργητικός Μέλλοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κτυπήσω
|
-
|
κτυπήσοιμι
|
-
|
σύ
|
κτυπήσεις
|
-
|
κτυπήσοις
|
-
|
οὗτος
|
κτυπήσει
|
-
|
κτυπήσοι
|
-
|
ἡμεῖς
|
κτυπήσομεν
|
-
|
κτυπήσοιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
κτυπήσετε
|
-
|
κτυπήσοιτε
|
-
|
οὗτοι
|
κτυπήσουσι(ν)
|
-
|
κτυπήσοιεν
|
-
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπήσειν
|
κτυπήσων
|
κτυπήσουσα
|
κτυπῆσον
|
Ενεργητικός Αόριστος α'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτύπησα
|
κτυπήσω
|
κτυπήσαιμι
|
-
|
σύ
|
ἐκτύπησας
|
κτυπήσῃς
|
κτυπήσαις / κτυπήσειας
|
κτύπησον
|
οὗτος
|
ἐκτύπησε
|
κτυπήσῃ
|
κτυπήσαι / κτυπήσειεν
|
κτυπησάτω
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπήσαμεν
|
κτυπήσωμεν
|
κτυπήσαιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτυπήσατε
|
κτυπήσητε
|
κτυπήσαιτε
|
κτυπήσατε
|
οὗτοι
|
ἐκτύπησαν
|
κτυπήσωσι(ν)
|
κτυπήσαιεν / κτυπήσειαν
|
κτυπησάντων / κτυπησάτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπῆσαι
|
κτυπήσας
|
κτυπήσασα
|
κτυπῆσαν
|
Ενεργητικός Παρακείμενος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτύπηκα
|
ἐκτυπήκω / ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός ὦ
|
ἐκτυπήκοιμι / ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός εἴην
|
-
|
σύ
|
ἐκτύπηκας
|
ἐκτυπήκῃς / ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός ᾖς
|
ἐκτυπήκοις / ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός εἴης
|
ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός ἴσθι
|
οὗτος
|
ἐκτύπηκε
|
ἐκτυπήκῃ / ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός ᾖ
|
ἐκτυπήκοι / ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός εἴη
|
ἐκτυπηκώς, ἐκτυπηκυῖα, ἐκτυπηκός ἔστω
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπήκαμεν
|
ἐκτυπήκωμεν / ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα ὦμεν
|
ἐκτυπήκοιμεν / ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα εἴημεν/εἶμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτυπήκατε
|
ἐκτυπήκητε / ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα ἦτε
|
ἐκτυπήκοιτε / ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα εἴητε/εἶτε
|
ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα ἔστε
|
οὗτοι
|
ἐκτυπήκασι(ν)
|
ἐκτυπήκωσι(ν) / ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα ὦσι(ν)
|
ἐκτυπήκοιεν / ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα εἴησαν/εἶεν
|
ἐκτυπηκότες, ἐκτυπηκυῖαι, ἐκτυπηκότα ἔστων
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἐκτυπηκέναι
|
ἐκτυπηκώς
|
ἐκτυπηκυῖα
|
ἐκτυπηκός
|
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτυπήκειν
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
ἐκτυπήκεις
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
ἐκτυπήκει
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπήκεμεν
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτυπήκετε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
ἐκτυπήκεσαν
|
-
|
-
|
-
|
Μέσος / Παθητικός Ενεστώτας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κτυποῦμαι
|
κτυπῶμαι
|
κτυποίμην
|
-
|
σύ
|
κτυπεῖ
|
κτυπῇ
|
κτυποῖο
|
κτυποῦ
|
οὖτος
|
κτυπεῖται
|
κτυπῆται
|
κτυποῖτο
|
κτυπείσθω
|
ἡμεῖς
|
κτυπούμεθα
|
κτυπώμεθα
|
κτυποίμεθα
|
-
|
ὑμεῖς
|
κτυπεῖσθε
|
κτυπῆσθε
|
κτυποῖσθε
|
κτυπεῖσθε
|
οὗτοι
|
κτυποῦνται
|
κτυπῶνται
|
κτυποῖντο
|
κτυπείσθων / κτυπείσθωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπεῖσθαι
|
κτυπούμενος
|
κτυπουμένη
|
κτυπούμενον
|
Μέσος / Παθητικός Παρατατικός
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτυπούμην
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
ἐκτυποῦ
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
ἐκτυπεῖτο
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπούμεθα
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτυπεῖσθε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
ἐκτυποῦντο
|
-
|
-
|
-
|
Μέσος Μέλλοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κτυπήσομαι
|
-
|
κτυπησοίμην
|
-
|
σύ
|
κτυπήσῃ / κτυπήσει
|
-
|
κτυπήσοιο
|
-
|
οὖτος
|
κτυπήσεται
|
-
|
κτυπήσοιτο
|
-
|
ἡμεῖς
|
κτυπησόμεθα
|
-
|
κτυπησοίμεθα
|
-
|
ὑμεῖς
|
κτυπήσεσθε
|
-
|
κτυπήσοισθε
|
-
|
οὗτοι
|
κτυπήσονται
|
-
|
κτυπήσοιντο
|
-
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπήσεσθαι
|
κτυπησόμενος
|
κτυπησομένη
|
κτυπησόμενον
|
Παθητικός Μέλλοντας α'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κτυπηθήσομαι
|
-
|
κτυπηθησοίμην
|
-
|
σύ
|
κτυπηθήσῃ / κτυπηθήσει
|
-
|
κτυπηθήσοιο
|
-
|
οὖτος
|
κτυπηθήσεται
|
-
|
κτυπηθήσοιτο
|
-
|
ἡμεῖς
|
κτυπηθησόμεθα
|
-
|
κτυπηθησοίμεθα
|
-
|
ὑμεῖς
|
κτυπηθήσεσθε
|
-
|
κτυπηθήσοισθε
|
-
|
οὗτοι
|
κτυπηθήσονται
|
-
|
κτυπηθήσοιντο
|
-
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπηθήσεσθαι
|
κτυπηθησόμενος
|
κτυπηθησομένη
|
κτυπηθησόμενον
|
Μέσος Αόριστος α'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτυπησάμην
|
κτυπήσωμαι
|
κτυπησαίμην
|
-
|
σύ
|
ἐκτυπήσω
|
κτυπήσῃ
|
κτυπήσαιο
|
κτύπησαι
|
οὖτος
|
ἐκτυπήσατο
|
κτυπήσηται
|
κτυπήσαιτο
|
κτυπησάσθω
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπησάμεθα
|
κτυπησώμεθα
|
κτυπησαίμεθα
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτυπήσασθε
|
κτυπήσησθε
|
κτυπήσαισθε
|
κτυπήσασθε
|
οὗτοι
|
ἐκτυπήσαντο
|
κτυπήσωνται
|
κτυπήσαιντο
|
κτυπησάσθων / κτυπησάσθωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπήσασθαι
|
κτυπησάμενος
|
κτυπησαμένη
|
κτυπησάμενον
|
Παθητικός Αόριστος α'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτυπήθην
|
κτυπηθῶ
|
κτυπηθείην
|
-
|
σύ
|
ἐκτυπήθης
|
κτυπηθῇς
|
κτυπηθείης
|
κτυπήθητι
|
οὖτος
|
ἐκτυπήθη
|
κτυπηθῇ
|
κτυπηθείη
|
κτυπηθήτω
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπήθημεν
|
κτυπηθῶμεν
|
κτυπηθείημεν / κτυπηθεῖμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτυπήθητε
|
κτυπηθῆτε
|
κτυπηθείητε / κτυπηθεῖτε
|
κτυπήθητε
|
οὗτοι
|
ἐκτυπήθησαν
|
κτυπηθῶσι(ν)
|
κτυπηθείησαν / κτυπηθεῖεν
|
κτυπηθέντων / κτυπηθήτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κτυπηθῆναι
|
κτυπηθείς
|
κτυπηθεῖσα
|
κτυπηθέν
|
Μέσος / Παθητικός Παρακείμενος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτύπημαι
|
ἐκτυπημένος ὦ
|
ἐκτυπημένος εἴην
|
-
|
σύ
|
ἐκτύπησαι
|
ἐκτυπημένος ᾖς
|
ἐκτυπημένος εἴης
|
ἐκτύπησο
|
οὖτος
|
ἐκτύπηται
|
ἐκτυπημένος ᾖ
|
ἐκτυπημένος εἴης
|
ἐκτυπήσθω
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπήμεθα
|
ἐκτυπημένοι ὦμεν
|
ἐκτυπημένοι εἴημεν/εἶμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτύπησθε
|
ἐκτυπημένοι ἦτε
|
ἐκτυπημένοι εἴητε/εἶτε
|
ἐκτύπησθε
|
οὗτοι
|
ἐκτύπηνται
|
ἐκτυπημένοι ὦσι(ν)
|
ἐκτυπημένοι εἴησαν/εἶεν
|
ἐκτυπήσθων / ἐκτυπήσθωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἐκτύπησθαι
|
ἐκτυπημένος
|
ἐκτυπημένη
|
ἐκτυπημένον
|
Μέσος / Παθητικός Υπερσυντέλικος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκτυπήμην
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
ἐκτύπησο
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
ἐκτύπητο
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἐκτυπήμεθα
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκτύπησθε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
ἐκτύπηντο
|
-
|
-
|
-
|
|