αντηχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντηχώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντηχῶ, συνηρημένος τύπος του ἀντηχέω
Ρήμα
επεξεργασίααντηχώ, αόρ.: αντήχησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (για χώρο) γεμίζω από κάποιον ήχο
- η πόλη αντηχούσε από τα τραγούδια και τις φωνές του καρναβαλιού
- (για ήχο) ακούγομαι σε μια μεγάλη έκταση
- τα γέλια και τα τραγούδια αντηχούσαν σε όλη την πόλη
- (για αντικείμενο) παράγω έναν δυνατό ήχο που ακούγεται σε μια μεγάλη έκταση
- έγινε άσκηση συναγερμού και οι σειρήνες αντηχούσαν σε όλη την πόλη
- (ακουστική) επαναλήψεις του βασικού σήματος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντηχώ | αντηχούσα | θα αντηχώ | να αντηχώ | αντηχώντας | |
β' ενικ. | αντηχείς | αντηχούσες | θα αντηχείς | να αντηχείς | (αντήχει) | |
γ' ενικ. | αντηχεί | αντηχούσε | θα αντηχεί | να αντηχεί | ||
α' πληθ. | αντηχούμε | αντηχούσαμε | θα αντηχούμε | να αντηχούμε | ||
β' πληθ. | αντηχείτε | αντηχούσατε | θα αντηχείτε | να αντηχείτε | αντηχείτε | |
γ' πληθ. | αντηχούν(ε) | αντηχούσαν(ε) | θα αντηχούν(ε) | να αντηχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντήχησα | θα αντηχήσω | να αντηχήσω | αντηχήσει | ||
β' ενικ. | αντήχησες | θα αντηχήσεις | να αντηχήσεις | αντήχησε | ||
γ' ενικ. | αντήχησε | θα αντηχήσει | να αντηχήσει | |||
α' πληθ. | αντηχήσαμε | θα αντηχήσουμε | να αντηχήσουμε | |||
β' πληθ. | αντηχήσατε | θα αντηχήσετε | να αντηχήσετε | αντηχήστε | ||
γ' πληθ. | αντήχησαν αντηχήσαν(ε) |
θα αντηχήσουν(ε) | να αντηχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντηχήσει | είχα αντηχήσει | θα έχω αντηχήσει | να έχω αντηχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντηχήσει | είχες αντηχήσει | θα έχεις αντηχήσει | να έχεις αντηχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντηχήσει | είχε αντηχήσει | θα έχει αντηχήσει | να έχει αντηχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντηχήσει | είχαμε αντηχήσει | θα έχουμε αντηχήσει | να έχουμε αντηχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντηχήσει | είχατε αντηχήσει | θα έχετε αντηχήσει | να έχετε αντηχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντηχήσει | είχαν αντηχήσει | θα έχουν αντηχήσει | να έχουν αντηχήσει |
|