Ετυμολογία

επεξεργασία
ακούγομαι, παθητικη φωνή του ακού(γ)ω

ακούγομαι, πρτ.: ακουγόμουν, στ.μέλλ.: θα ακουστώ, αόρ.: ακούστηκα, μτχ.π.π.: ακουσμένος

  1. με ακούν, παράγω ήχο και η παρουσία μου γίνεται αντιληπτή χάρη στον ήχο που παράγω
    ένα πιάνο ακουγόταν να παίζει στο διπλανό σπίτι
  2. μπορεί κάποιος να με ακούσει
    η καμπάνα ακούγεται από μεγάλη απόσταση
  3. (με γενική προσώπου) δημιουργώ σε κάποιον που με ακούει μια ορισμένη εντύπωση
    κάτι δεν πρέπει να είναι σωστό, μου ακούγεται παράξενα
  4. (στο γ' πρόσωπο) για φήμη που διαδίδεται
    ακούστηκε ότι θα γίνουν νέες περικοπές
  5. γίνομαι ανεκτός όταν κάποιος με ακούει
    αυτή η μουσική δεν ακούγεται

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη ακούω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία