Δείτε επίσης: ἀκούω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακούω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκούω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈku.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κού‐ω

ακούω και ακούγω, πρτ.: άκουγα, στ.μέλλ.: θα ακούσω, αόρ.: άκουσα, παθ.φωνή: ακούγομαι, μτχ.π.π.: ακουσμένος

  1. (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
    ⮡  Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
  2. (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αφτί
    ⮡  Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
  3. (μεταβατικό) πληροφορούμαι
    ⮡  Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
  4. (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
    ⮡  -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
  5. δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
    ⮡  Ακούστε με, σας παρακαλώ!
  6. (αρνητικά) δε με ενδιαφέρει κάτι
    ⮡  Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
  7. υπακούω
    ⮡  Αυτό το παιδί δε με ακούει πια καθόλου.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: ακούεις, ακούομε, ακούετε, κ.λπ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια