Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράκουος η παράκουη το παράκουο
      γενική του παράκουου της παράκουης του παράκουου
    αιτιατική τον παράκουο την παράκουη το παράκουο
     κλητική παράκουε παράκουη παράκουο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράκουοι οι παράκουες τα παράκουα
      γενική των παράκουων των παράκουων των παράκουων
    αιτιατική τους παράκουους τις παράκουες τα παράκουα
     κλητική παράκουοι παράκουες παράκουα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράκουος < παρακού(ω) + -ος < αρχαία ελληνική παρακούω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾa.ku.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐κου‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

παράκουος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία