παράκουος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράκουος < παρακού(ω) + -ος < αρχαία ελληνική παρακούω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾa.ku.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐κου‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπαράκουος
- που παρακούει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παράκουος