πειθαρχικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειθαρχικός < αρχαία ελληνική πειθαρχικός
Επίθετο επεξεργασία
πειθαρχικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πειθαρχία ή αναφέρεται σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) πειθαρχικό: συμβούλιο, όργανο ή σώμα, που τα μέλη του επιβάλλουν ποινές
Ουσιαστικό επεξεργασία
πειθαρχικός αρσενικό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειθαρχικός