Ετυμολογία

επεξεργασία
πειθαρχώ < αρχαία ελληνική πειθαρχέω (πείθομαι σε μία ἀρχή, σε μια εξουσία)

πειθαρχώ (αμετβ.)

  1. υπακούω σε εντολές που δέχομαι από κάποιον ανώτερο
  2. επιβάλλω στον εαυτό μου να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα, να κάνει κάτι ή να αποφύγει κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία