πείθομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πείθομαι < παθητική φωνή του ρήματος πείθω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
πείθομαι, πρτ.: πειθόμουν, στ.μέλλ.: θα πειστώ, αόρ.: πείστηκα, μτχ.π.π.: πεισμένος και πεπεισμένος
- υπακούω σε κανόνες κατόπιν σύστασης ευγενικής ή πιεστικής, αλλάζω γνώμη ύστερα από εισήγηση άλλων
- δεν πείθομαι ότι πρέπει να αλλάξω το βαθμό του γιου σας -οι επιδόσεις του παραμένουν κακές σε όλα τα τεστ
- Αμάν το πείσμα σου! Δεν πείθεσαι με τίποτα!
- με χίλια παρακάλια, πείσθηκε τελικά να μην τον αποβάλει
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πείθομαι
|