πεισμονή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεισμονή | ||
γενική | της | πεισμονής | ||
αιτιατική | την | πεισμονή | ||
κλητική | πεισμονή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεισμονή < ελληνιστική κοινή πεισμονή < αρχαία ελληνική πεῖσμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pizmoˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐σμο‐νή
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεισμονή θηλυκό, μόνο στον ενικό