Δείτε επίσης: επίμονη

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμονή οι επιμονές
      γενική της επιμονής των επιμονών
    αιτιατική την επιμονή τις επιμονές
     κλητική επιμονή επιμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιμονή < αρχαία ελληνική ἐπιμονή < ἐπιμένω < ἐπί + μένω

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.moˈni/

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

επιμονή θηλυκό

  1. το να επιμένει κάποιος
  2. (κατ’ επέκταση) πείσμα

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία