Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεπεισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεπεισμέν
ος
η
πεπεισμέν
η
το
πεπεισμέν
ο
γενική
του
πεπεισμέν
ου
της
πεπεισμέν
ης
του
πεπεισμέν
ου
αιτιατική
τον
πεπεισμέν
ο
την
πεπεισμέν
η
το
πεπεισμέν
ο
κλητική
πεπεισμέν
ε
πεπεισμέν
η
πεπεισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεπεισμέν
οι
οι
πεπεισμέν
ες
τα
πεπεισμέν
α
γενική
των
πεπεισμέν
ων
των
πεπεισμέν
ων
των
πεπεισμέν
ων
αιτιατική
τους
πεπεισμέν
ους
τις
πεπεισμέν
ες
τα
πεπεισμέν
α
κλητική
πεπεισμέν
οι
πεπεισμέν
ες
πεπεισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεπεισμένος
< μετοχή παρακειμένου του
πείθομαι
(με αναδιπλασιασμό)
Μετοχή
επεξεργασία
πεπεισμένος -η -ο
και
πεισμένος
που έχει
πειστεί
για κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεπεισμένος
αγγλικά
:
convinced
(en)
γαλλικά
:
convaincu
(fr)
γερμανικά
:
überzeugt
(de)