↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπεισμένος η πεπεισμένη το πεπεισμένο
      γενική του πεπεισμένου της πεπεισμένης του πεπεισμένου
    αιτιατική τον πεπεισμένο την πεπεισμένη το πεπεισμένο
     κλητική πεπεισμένε πεπεισμένη πεπεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπεισμένοι οι πεπεισμένες τα πεπεισμένα
      γενική των πεπεισμένων των πεπεισμένων των πεπεισμένων
    αιτιατική τους πεπεισμένους τις πεπεισμένες τα πεπεισμένα
     κλητική πεπεισμένοι πεπεισμένες πεπεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπεισμένος < μετοχή παρακειμένου του πείθομαι (με αναδιπλασιασμό)

πεπεισμένος -η -ο και πεισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία