convinced
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | convinced |
συγκριτικός | more convinced |
υπερθετικός | most convinced |
convinced (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) πεπεισμένος, σίγουρος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαconvinced (en)
Πηγές
επεξεργασία- convinced - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: σίγουρος