convince
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | convince |
γ΄ ενικό ενεστώτα | convinces |
αόριστος | convinced |
παθητική μετοχή | convinced |
ενεργητική μετοχή | convincing |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαconvince (en)
- πείθω, κάνω επιτυχώς κάποιον να αλλάξει γνώμη
- ↪ I convinced him that you are right.
- Τον έπεισα ότι έχεις δίκιο.
- ↪ I am convinced that…
- Είμαι πεισμένος ότι…
- ↪ If you have not convinced yourself, how can you convince others?
- Αν δεν έχεις πειστεί ο ίδιος πώς μπορείς να πείσεις τους άλλους;
- ≈ συνώνυμα: bring around, come around, dissuade, persuade, talk into και talk out of
- ↪ I convinced him that you are right.
Πηγές
επεξεργασία- convince - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 677. ISBN 9780194325684., λήμμα: πείθω