ενεστώτας convince
γ΄ ενικό ενεστώτα convinces
αόριστος convinced
παθητική μετοχή convinced
ενεργητική μετοχή convincing

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kənˈvɪns/

convince (en)

  • πείθω, κάνω επιτυχώς κάποιον να αλλάξει γνώμη
    I convinced him that you are right.
    Τον έπεισα ότι έχεις δίκιο.
    I am convinced that…
    Είμαι πεισμένος ότι…
    If you have not convinced yourself, how can you convince others?
    Αν δεν έχεις πειστεί ο ίδιος πώς μπορείς να πείσεις τους άλλους;
     συνώνυμα:  bring around, come around, dissuade, persuade, talk into και talk out of