ενεστώτας talk into
γ΄ ενικό ενεστώτα talks into
αόριστος talked into
παθητική μετοχή talked into
ενεργητική μετοχή talking into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
talk into < → δείτε τις λέξεις talk και into

talk into (en)

  • (μεταβατικό) πείθω, βάζω κάποιον να κάνει κάτι
    ⮡  He talked him into going.
    Τον έπεισα να πάει.
    ⮡  'They talked him into buying it.
    Τον έπεισαν να το αγοράσει.
    ⮡  I let myself get talked into it.
    Αφήνω με πείσουν.
    ⮡  He talked her into selling her house.
    Την έβαλε με το λέγε-λέγε να πουλήσει το σπίτι της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince