ενεστώτας come around
γ΄ ενικό ενεστώτα comes around
αόριστος came around
παθητική μετοχή come around
ενεργητική μετοχή coming around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come around < → δείτε τις λέξεις come και around

come around (en) (αμετάβατο)

  1. περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη ειδικά στο σπίτι κάποιου
    ⮡  Come around to see us some day.
    Πέρασε να μας δεις καμιά μέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by
  2. συντάσσω, περνάω, αλλάζω στάση ή γνώμη μου
    ⮡  In the end, he came around to our point of view.
    Τελικά συντάχθηκε με τις απόψεις μας.
    ⮡  Leave him alone, he will come around to it.
    Παράτα τον, θα του περάσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince

Άλλες μορφές

επεξεργασία