ενεστώτας stop by
γ΄ ενικό ενεστώτα stops by
αόριστος stopped by
παθητική μετοχή stopped by
ενεργητική μετοχή stopping by

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stop by < → δείτε τις λέξεις stop και by

stop by (en)

  • (αμετάβατο) πετιέμαι, κάνω σύντομη επίσκεψη, περνάω από κάποιον, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα και βιαστικά
    ⮡  Stop by the kiosk/newsstand to get cigarettes.
    Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα.
    ⮡  I happened to be passing by and thought I would stop by for a bit to see what you are up to.
    Περνούσα τυχαία κι είπα να πεταχτώ για λίγο να δω τι κάνεις.
    ⮡  On my way to the office, I will stop by to see him.
    Πηγαίνοντας στο γραφείο θα περάσω να τον δω.
     συνώνυμα:  come around, come by, come round, come over, drop by, drop in, look in και pop