ενεστώτας look in
γ΄ ενικό ενεστώτα looks in
αόριστος looked in
παθητική μετοχή looked in
ενεργητική μετοχή looking in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look in < → δείτε τις λέξεις look και in

look in (en)

  • περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη ειδικά για κάποιον που είναι άρρωστος
    ⮡  I hope the doctor looks in when he gets the chance.
    Ελπίζω να περάσει ο γιατρός μόλις του δοθεί ευκαιρία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by