look
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- look < (κληρονομημένο) μέση αγγλική loken, lokien < αγγλοσαξονική lōcian (βλέπω, κοιτάζω, κατασκοπεύω) < δυτική πρωτογερμανική *lokjan (πηγή επίσης των: παλαιά σαξονική lōkōn (βλέπω, κοιτάζω, κατασκοπεύω), μέση ολλανδική loeken (κοιτάζω), παλαιά άνω γερμανική luogen και γερμανική lugen (κοιτάζω)) < άγνωστης ετυμολογίας[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lʊk/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : look
Επιφώνημα
επεξεργασίαlook (en)
- κοίτα(!) - κοιτάξτε, άκου(!) - ακούστε, άκου να δεις, κοίτα να δεις, λοιπόν, μια προτροπή να δώσει τη δέουσα προσοχή
- ⮡ Look, here we are at last!
- Κοίτα, φτάσαμε επιτέλους!
- ⮡ Look, as I was saying…
- Λοιπόν, όπως έλεγα…
- ⮡ Look, here we are at last!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- ως επιφώνημα θεωρείται δυνατός δείκτης λόγου, οπότε πρέπει να χρησιμοποιείται προσεκτικά ανάλογα με την περίσταση, ιδίως σε επίσημο λόγο (ιεραρχία=στη δουλειά, κλπ.). Αντιθέτως, σε ανεπίσημες περιστάσεις είναι χρηστικό (στον κοινόλεκτο), ειδικά για να εκφραστεί αγανάκτηση.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
look | looks |
look (en)
- το κοίταγμα, το βλέμμα, η ματιά, η πράξη του κοιτάζω (μαρτυρείται από τον 13ο αιώνα[2] ή από τις αρχές του 14ου αιώνα[1])
- το βλέμμα, η ματιά, η όψη, το ύφος, η έκφραση των ματιών ή του προσώπου μου (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[1]
- ⮡ with a look of horror/astonishment - μ' ένα βλέμμα φρίκης/κατάπληξης
- ⮡ with a vacant look - μ' ένα άδειο βλέμμα
- ⮡ I give someone a loving look. - Ρίχνω σε κάποιον μια ματιά γεμάτη αγάπη.
- ⮡ He has a happy/tired/sad look.
- Έχει ευτυχισμένη/κουρασμένη/θλιμμένη όψη.
- ⮡ He had a forlorn look.
- Πήρε ένα δυστυχισμένο ύφος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη expression
- η όψη, η εμφάνιση, το ύφος, η ενδυμασία και γενικά η εξωτερική εικόνα κάποιου (μαρτυρείται από τη δεκαετία του 1560)[1]
- ⮡ I give something a new look.
- Δίνω καινούργια όψη σε κάτι.
- ⮡ a flashy, over-the-top look - φανταχτερή, υπερβολική εμφάνιση
- ⮡ I judge something by its looks.
- Κρίνω κάτι από την εμφάνιση.
- ⮡ From the looks of it you would never guess she was 70 years old.
- Από την εμφάνιση της δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι είναι 70 χρονών.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appearance
- ⮡ I give something a new look.
- (+ for — συνήθως στον ενικό) το ψάξιμο για κάτι
Εκφράσεις
επεξεργασία- by the look of it
- → δείτε και τις εκφράσεις στο looks
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | look |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks |
αόριστος | looked |
παθητική μετοχή | looked |
ενεργητική μετοχή | looking |
look (en)
- (αμετάβατο) κοιτάζω, στρέφω τα μάτια μου προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ Look at me!
- Κοίταξέ με!
- ⮡ I happened to be looking elsewhere.
- Έτυχε να κοιτάζω αλλού.
- ⮡ She looked at herself in the mirror.
- Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
- ⮡ Look at me!
- (αμετάβατο) ψάχνω, αναζητώ, ερευνώ κάποιο μέρος για να βρω κάτι
- ⮡ I looked all over the house, but I still couldn't find my keys.
- Έψαξα σ' όλο το σπίτι, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να βρω τα κλειδιά μου.
- ⮡ I looked all over the house, but I still couldn't find my keys.
- φαίνομαι
- ⮡ He looks like/He looks to be an honest man.
- Φαίνεται τίμιος άνθρωπος.
- ⮡ The plan looks ridiculous to me.
- Το σχέδιο μου φαίνεται γελοίο.
- ⮡ Your plan looks interesting.
- Το σχέδιο σου φαίνεται ενδιαφέρον.
- ⮡ Everything looked good until…
- Όλα φαίνονταν καλά ώσπου…
- ⮡ How does the idea/suggestion look to you?
- Πώς σου φαίνεται η ιδέα/η πρόταση;
- ⮡ It looks all right.
- Φαίνεται εντάξει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη seem
- ⮡ He looks like/He looks to be an honest man.
- (αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) δείχνω, φαίνομαι, έχω μια ιδιαίτερη εμφάνιση
- ⮡ He looks ten years younger than me.
- Δείχνει δέκα χρόνια μικρότερός μου.
- ⮡ She is forty but she doesn’t look (like) it.
- Είναι σαράντα αλλά δεν της φαίνεται.
- ⮡ It looks as though you slept badly.
- Φαίνεται να κοιμήθηκες άσχημα.
- ⮡ That hat makes you look different.
- Αυτό το καπέλο σε αλλάζει.
- ⮡ He looks ten years younger than me.
- (αμετάβατο) φαίνεται ότι, σαν (να), φαίνεται πιθανό να συμβεί ή να είναι αλήθεια
- ⮡ It looks like we will have rain.
- Φαίνεται ότι θα έχουμε βροχή.
- ⮡ It looks as if I’m mistaken.
- Φαίνεται ότι κάνω λάθος.
- ⮡ It looks as though it’s going to snow.
- Σαν να το πάει για χιόνι.
- ⮡ It looks like you’re right.
- Σαν να έχεις δίκιο.
- ⮡ It looks to me like you’re saying too much.
- Σαν πολλά δε μας τα λες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη seem
- ⮡ It looks like we will have rain.
- (αμετάβατο + επίρρημα/πρόθεση) αντικρίζω προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ Our house looks (out) over the sea.
- Το σπίτι μας αντικρίζει τη θάλασσα.
- ⮡ Our house looks (out) over the sea.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαπεραιτέρω:
- Λήμματα με τον όρο 'look' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'look' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Σημειώσεις
επεξεργασία- σε μια πρόταση, το ρήμα «look» δεν είναι δυνατό να το ακολουθεί το «if» ή το «whether». Αντί του «look» χρησιμοποιείται το ρήμα «see»:
- ⮡
Could you look if this is available online?× - ⮡ Could you see if this is available online? ✓
- Μπορείς να δεις εάν αυτό διατίθεται διαδικτυακά;
- ⮡
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- look (επιφώνημα) - look (ουσιαστικό) - look (ρήμα) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 32, 78, 167, 209, 287, 457-458, 529, 639. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλάζω, αντικρίζω, βλέμμα, δείχνω, εμφάνιση, κοιτάζω, ματιά, όψη
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- look - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.