Δείτε επίσης: löök, Look

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lʊk/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: look

Επιφώνημα

επεξεργασία

look (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • ως επιφώνημα θεωρείται δυνατός δείκτης λόγου, οπότε πρέπει να χρησιμοποιείται προσεκτικά ανάλογα με την περίσταση, ιδίως σε επίσημο λόγο (ιεραρχία=στη δουλειά, κλπ.). Αντιθέτως, σε ανεπίσημες περιστάσεις είναι χρηστικό (στον κοινόλεκτο), ειδικά για να εκφραστεί αγανάκτηση.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
look looks

look (en)

  1. (συνήθως ενικός) το κοίταγμα, η ματιά, η πράξη του κοιτάζω (μαρτυρείται από τον 13ο αιώνα[2] ή από τις αρχές του 14ου αιώνα[1])
      With one simple look I understood what kind of person he is.
    Με ένα απλό κοίταγμα κατάλαβα τι άνθρωπος είναι.
      They exchanged looks.
    Άλλαξαν ματιές.
      Allow me to have one last look at the book.
    Επιτρέψτε μου να ρίξω μια τελευταία ματιά στο βιβλίο.
      It’s an interesting place; do you want to take a look around?
    Είναι ένα ενδιαφέρον μέρος· θέλεις να ρίξεις μια ματιά στο μέρος;
      I took a look around me.
    Έριξα μια ματιά γύρω μου.
     συνώνυμα:  gaze, glare, glance, glimpse, peek, peep, scowl και stare
  2. (συνήθως ενικός) το ψάξιμο, η πράξη του ψάχνω για κάτι
      I had a good look for it, but I can’t find it.
    Το έψαξα καλά, αλλά δεν μπορώ να το βρω.
  3. (συνήθως ενικός) η ματιά, η πράξη του εξετάζω προσεκτικά ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση
      I gave the figures a quick look.
    Έριξα μια γρήγορη ματιά στα στοιχεία.
      When you have time, take a look at this folder.
    Όταν έχεις χρόνο, ρίξε μια ματιά σ' αυτό το φάκελο.
  4. το βλέμμα, η ματιά, η όψη, το ύφος, η έκφραση των ματιών ή του προσώπου μου (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[1]
      with a look of horror/astonishment - μ' ένα βλέμμα φρίκης/κατάπληξης
      with a vacant look - μ' ένα άδειο βλέμμα
      I give someone a loving look.
    Ρίχνω σε κάποιον μια ματιά γεμάτη αγάπη.
      He has a happy/tired/sad look.
    Έχει ευτυχισμένη/κουρασμένη/θλιμμένη όψη.
      He had a forlorn look.
    Πήρε ένα δυστυχισμένο ύφος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη expression
  5. η όψη, η εμφάνιση, το ύφος, η ενδυμασία και γενικά η εξωτερική εικόνα κάποιου (μαρτυρείται από τη δεκαετία του 1560)[1]
      I give something a new look.
    Δίνω καινούργια όψη σε κάτι.
      a flashy, over-the-top look - φανταχτερή, υπερβολική εμφάνιση
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη appearance
  6. (μόνο πληθυντικός) τα φαινόμενα, η εμφάνιση, η ελκυστικότητα κάποιου
      You must not judge by looks.
    Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
      Looks are deceiving.
    Τα φαινόμενα απατούν.
      I judge something by its looks.
    Κρίνω κάτι από την εμφάνιση.
      From the looks of it you would never guess she was 70 years old.
    Από την εμφάνιση της δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι είναι 70 χρονών.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη appearance

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας look
γ΄ ενικό ενεστώτα looks
αόριστος looked
παθητική μετοχή looked
ενεργητική μετοχή looking

look (en)

  1. (αμετάβατο) κοιτάζω, στρέφω τα μάτια μου προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
      Look at me!
    Κοίταξέ με!
      I happened to be looking elsewhere.
    Έτυχε να κοιτάζω αλλού.
      She looked at herself in the mirror.
    Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
  2. (αμετάβατο) ψάχνω, αναζητώ, ερευνώ κάποιο μέρος για να βρω κάτι
      I looked all over the house, but I still couldn't find my keys.
    Έψαξα σ' όλο το σπίτι, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να βρω τα κλειδιά μου.
  3. φαίνομαι
      He looks like/He looks to be an honest man.
    Φαίνεται τίμιος άνθρωπος.
      The plan looks ridiculous to me.
    Το σχέδιο μου φαίνεται γελοίο.
      Your plan looks interesting.
    Το σχέδιο σου φαίνεται ενδιαφέρον.
      Everything looked good until…
    Όλα φαίνονταν καλά ώσπου…
      How does the idea/suggestion look to you?
    Πώς σου φαίνεται η ιδέα/η πρόταση;
      It looks all right.
    Φαίνεται εντάξει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη seem
  4. (αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) δείχνω, φαίνομαι, έχω μια ιδιαίτερη εμφάνιση
      He looks ten years younger than me.
    Δείχνει δέκα χρόνια μικρότερός μου.
      She is forty but she doesn’t look (like) it.
    Είναι σαράντα αλλά δεν της φαίνεται.
      It looks as though you slept badly.
    Φαίνεται να κοιμήθηκες άσχημα.
      That hat makes you look different.
    Αυτό το καπέλο σε αλλάζει.
  5. (αμετάβατο) φαίνεται ότι, σαν (να), φαίνεται πιθανό να συμβεί ή να είναι αλήθεια
      It looks like we will have rain.
    Φαίνεται ότι θα έχουμε βροχή.
      It looks as if I’m mistaken.
    Φαίνεται ότι κάνω λάθος.
      It looks as though it’s going to snow.
    Σαν να το πάει για χιόνι.
      It looks like you’re right.
    Σαν να έχεις δίκιο.
      It looks to me like you’re saying too much.
    Σαν πολλά δε μας τα λες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη seem
  6. (αμετάβατο + επίρρημα/πρόθεση) αντικρίζω προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
      Our house looks (out) over the sea.
    Το σπίτι μας αντικρίζει τη θάλασσα.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • σε μια πρόταση, το ρήμα «look» δεν είναι δυνατό να το ακολουθεί το «if» ή το «whether». Αντί του «look» χρησιμοποιείται το ρήμα «see»:
      Could you look if this is available online? ×
      Could you see if this is available online?
    Μπορείς να δεις εάν αυτό διατίθεται διαδικτυακά;

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 3 4 look - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. look - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)