look through
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | look through |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks through |
αόριστος | looked through |
παθητική μετοχή | looked through |
ενεργητική μετοχή | looking through |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlook through (en)
- περνάω, εξετάζω ή διαβάζω κάτι
Πηγές
επεξεργασία- look through - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ