through
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- through < παλαιοαγγλικά: thurh (πρόθεση και επίρρημα), γερμανικού ετύμου· συγγενές του ολλανδικού door και του γερμανικού durch
Η ορθογραφική μεταβολή σε thr- εμφανίστηκε γύρω στο 1300, και καθιερώθηκε από τον William Caxton και μετά.
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
through (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
through (en)
- μέσα από, ανάμεσα από, περνώντας από κάποια άκρη στην άλλη
- ↪ He rushed through the crowd.
- Όρμησε μέσα από το πλήθος.
- ↪ The shortest road passes through the forest.
- Ο πιο σύντομος δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
- ↪ It slipped through my fingers.
- Μου γλίστρισε ανάμεσα από τα δάχτυλα μου.
- ↪ He rushed through the crowd.
- περνάω, κατά τη διάρκεια κάποιας περιόδου
- ↪ I am halfway through the book.
- Έχω περάσει μισό βιβλίο.
- ↪ I hope to not live through a nuclear disaster.
- Ελπίζω να μη ζήσω μια πυρηνική καταστροφή.
- ↪ I am halfway through the book.
- (αμερικανική σημασία) μέχρι
- διαμέσου, μέσω, μέσα από, με διαμεσολάβηση κάποιου ή περνώντας από κάπου
- ↪ He will go through Corinth.
- Θα πάει μέσω Κορίνθου.
- ↪ I will buy it through my brother.
- Θα το αγοράσω μέσω του αδελφού μου.
- ↪ We will pass through Paris.
- Θα περάσουμε μέσα από το Παρίσι.
- ↪ through his hard work - διαμέσου της επιμέλειάς του
- ≈ συνώνυμα: by means of, by way of και via
- ↪ He will go through Corinth.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- through (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- through (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- through (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 51, 224, 539-540, 541, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάμεσα, διαμέσου, μέσα, μέσο, περνώ