Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

through < παλαιοαγγλικά: thurh (πρόθεση και επίρρημα), γερμανικού ετύμου· συγγενές του ολλανδικού door και του γερμανικού durch

Η ορθογραφική μεταβολή σε thr- εμφανίστηκε γύρω στο 1300, και καθιερώθηκε από τον William Caxton και μετά.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θruː/

  Επίρρημα επεξεργασία

through (en)

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πρόθεση επεξεργασία

through (en)

  1. μέσα από, ανάμεσα από, περνώντας από κάποια άκρη στην άλλη
    He rushed through the crowd.
    Όρμησε μέσα από το πλήθος.
    The shortest road passes through the forest.
    Ο πιο σύντομος δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
    It slipped through my fingers.
    Μου γλίστρισε ανάμεσα από τα δάχτυλα μου.
  2. περνάω, κατά τη διάρκεια κάποιας περιόδου
    I am halfway through the book.
    Έχω περάσει μισό βιβλίο.
    I hope to not live through a nuclear disaster.
    Ελπίζω να μη ζήσω μια πυρηνική καταστροφή.
  3. (αμερικανική σημασία) μέχρι
    I will be at the office through seven.
    Θα είμαι στο γραφείο μέχρι τις επτά.
     συνώνυμα: until
  4. διαμέσου, μέσω, μέσα από, με διαμεσολάβηση κάποιου ή περνώντας από κάπου
    He will go through Corinth.
    Θα πάει μέσω Κορίνθου.
    I will buy it through my brother.
    Θα το αγοράσω μέσω του αδελφού μου.
    We will pass through Paris.
    Θα περάσουμε μέσα από το Παρίσι.
    through his hard work - διαμέσου της επιμέλειάς του
     συνώνυμα:  by means of, by way of και via

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία