through
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- through < παλαιοαγγλικά: thurh (πρόθεση και επίρρημα), γερμανικού ετύμου· συγγενές του ολλανδικού door και του γερμανικού durch
Η ορθογραφική μεταβολή σε thr- εμφανίστηκε γύρω στο 1300, και καθιερώθηκε από τον William Caxton και μετά.
Προφορά
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
through (en) (χωρίς παραθετικά)
- πέρα από ένα εμπόδιο, στάδιο ή δοκιμή
Let me pass through.
- Άσε με να περάσω.
He attempted to smuggle cigarettes through.
- Προσπάθησε να περάσει λαθραία τσιγάρα.
Εκφράσεις
επεξεργασία
Πρόθεση
επεξεργασία
through (en)
- μέσα από, περνάω από/σε, από τη μια άκρη ή την πλευρά κάτι ή κάποιου ως την άλλη
He rushed through the crowd.
- Όρμησε μέσα από το πλήθος.
The shortest road passes through the forest.
- Ο πιο σύντομος δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
I can’t get through this hole.
- Δεν μπορώ να περάσω απ' αυτή τη τρύπα.
This thread won’t pass through the eye of the needle!
- Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!
She ran her fingers through his hair.
- Πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του.
- μέσα από, βλέπω, ακούω κτλ. κάτι από την άλλη πλευρά ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας
You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
- Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
- μέσα σε, περνάω, ζω, από την αρχή μέχρι το τέλος μιας δραστηριότητας, μιας κατάστασης ή μιας χρονικής περιόδου
The boat was sailing brightly illuminated through the night.
- Το καράβι έπλεε ολόφωτο μέσα στη νύχτα.
I am halfway through the book.
- Έχω περάσει μισό βιβλίο.
I hope to not live through a nuclear disaster.
- Ελπίζω να μη ζήσω μια πυρηνική καταστροφή.
- περνάω, πέρα από ένα εμπόδιο, στάδιο ή δοκιμή
No one passed through the gate.
- Κανείς δεν πέρασε την πύλη.
He went through the red light.
- Πέρασε με το κόκκινο φως.
- (αμερικανική σημασία) μέχρι
- μέσω, μέσα από, διαμέσου, με διαμεσολάβηση κάποιου ή περνώντας από κάπου
He will go through Corinth.
- Θα πάει μέσω Κορίνθου.
I will buy it through my brother.
- Θα το αγοράσω μέσω του αδελφού μου.
We will pass through Paris.
- Θα περάσουμε μέσα από το Παρίσι.
We won’t go through town.
- Δε θα περάσουμε μέσα από την πόλη.
The virus entered the body through the nose.
- Ο ιός μπήκε στο σώμα μέσα από τη μύτη.
through his hard work - διαμέσου της επιμέλειάς του
- ≈ συνώνυμα: by means of, by way of και via
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- through (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- through (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- through (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 224, 539-540, 541, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαμέσου, μέσα, μέσο, περνώ